καμακεύω

καμακεύω
καμακεύω (Μ) [καμάκι]
χτυπώ με καμάκι, με κοντάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”